Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

GLORIA VICTIS - Γράμμα από το Ανατολικό Μέτωπο





του Φαίδρου Μπαρλά



Πώς περνούσε μιαν άνοιξη στο Παρίσι ο θρίαμβος!
Μες στις γκρίζες στολές, νικητές παρελάσαμε!..

Όνειρό μου γλυκό μες στα χιόνια,
τα τραγούδια, τ’ αρχαία βιβλία…

Μεγαλώσαμε σαν τα παιδιά
που δεν τ’ αγαπάει κανείς,
γιατί έχουν κακό χαρακτήρα·
και σαν τα μαλώνη ο δάσκαλος
και τα κοιτάν οι κοπέλλες
κρύα κι αδιάφορα,
αυτά ονειρεύονται νίκες
και στεφάνια από φύλλα χλωρά…
— — —
Έμποροι, κλόουν, μαρξιστές διανοούμενοι,
δικηγόροι, τροττέζες, αρτίστες ωχροί,
μας κοιτάν απ’ τα δυο πεζοδρόμια -
όσο εμείς προχωρούμε
νικητές στο Παρίσι…

Τα βήματά μας στις πλάκες
είν’ ένα νέο τραγούδι,
ένας νέος ρυθμός.

Ένας νέος ρυθμός, βαρύς και μονότονος,
που ποτέ δεν ακούστηκε ως τώρα
και ποτέ δεν θα πάψη ν’ ακούγεται,
όσο υπάρχουνε χώρες ασκλάβωτες,
σύνορα απέραστα, όνειρα ανέγγιχτα:
— Όχι μόνο «ως εδώ», ούτε μόνο «ως εκεί»,
μα πιο πέρα και πάντα πιο πέρα!..
— — —
Πιο πέρα και πάντα πιο πέρα!-
καρδιά μου, να μην κουραστής!..

Όταν ήμουν παιδί,
ωρκίστηκα νάμουν ο άνεμος,
νάμουν το άσπιλο
κι άσπλαχνο χιόνι.

Ένα βράδι μας έλεγε κάποιος εβραίος
για «Ελευθερία» και «Δίκαιο»·
μετά μας ρώτησε
                                αν
                                        καταλάβαμε..

Τότε ο Χανς είπε κάποιο τραγούδι
που μας γέμισε όλους θλίψη αβάσταχτη·
κ’ έτσι ακούγαμε:
Πάντα πιο πέρα!
σαν τη φωτιά που την παίρνει ο αέρας
Πάντα πιο πέρα!..
— — —

Για σένα, το γέννημα κρύας αυγής,
για σένα, που δεν σ’ ενδιαφέρουν οι «Δίκαιοι»,
για σένα, που ξέρεις ποια έκσταση κρύβεται,
ποιο αθώο τραγούδι, ποια καρδιά παιδική,
πίσω απ’ αυτό που το λένε «Σκληρότητα»,
πίσω απ’ αυτό που το λεν «Αδικία»,
ψυχή μου, με μόχθο και κούραση σ’ έκανα
σαν το έλατο μαύρη, ψηλή κι αυστηρή!
Όπου πας, δεν θα βρης ένα χέρι να σφίξης-
όπου πας, δεν θα βρης παρά μόνο το μίσος!

Ω μεθύσι: Από δω μοναχός νάσαι συ -
κι από κει νάν’ οι άλλοι!..
— — —
Μαρίχεν, το τζάκι πυρώνει τις δυο
ξανθές σου πλεξούδες…
Ίσως έχω πεθάνει εδώ μες στο κρύο…

Χθες σκοτώθηκε ο Φριτς και το βράδι τον θάψαμε
σαν σκυλί ορφανό μες στ’ απέραντο χιόνι…

Λιγοστεύουμε…
Ο Θάνατος περνάει και θερίζει -
κ’ ένα πλήθος εκείνοι δαιμόνοι απ’ το χάος…

Μαρίχεν, τραγούδα στο λίκνο σιγά,
τραγούδα και πάλι τ’ αρχαίο τραγούδι
για τον γέρο αϊτό που πληγώσαν οι άνθρωποι―


για τον γέρο αϊτό που τα σύννεφα ώριζε
και που εζούσε στ’ απάτητα βράχια―

για τον γέρο αϊτό που κανείς δεν αγάπησε
και που μόνος του τώρα πληγωμένος πεθαίνει…
— — —
                        Λάσπη και κρύο…
                        Άλλος μακρύτερος
                        δρόμος δεν είναι
                        από τον δρόμο
                        του γυρισμού…

                        Θυμάσαι, αγάπη μου,
                        τις ασημένιες
                        καμπάνες πούλεγαν
                        για την κατάληψη
                        του Παρισιού;..

                        Έλαμπε ο ήλιος
                        του ανθισμένου
                        καλοκαιριού -

                        και προχωρούσαμε
                        προς την κοιλάδα
                        του Ροδανού…



Ristorante Verona